Ο Πρόδρομος Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1891 στον Πόρο της Νίγδης στην Καππαδοκία. Tο όνομα “Mποδοσάκης” με το οποίο έγινε γνωστός στη μετέπειτα ζωή του, αποτελεί παραφθορά του ονόματος “Πρόδρομος” στα Tουρκικά.
Τα παιδικά του χρόνια είναι δύσκολα. Σε ηλικία 7 ετών η οικογένειά του μετακομίζει στη Μερσίνα. Φοιτά στο Ελληνικό σχολείο και είναι ο πρώτος μαθητής. Μαθητής ακόμη ξεκινά την πρώτη του δουλειά, πουλώντας στους Έλληνες της Μερσίνας λιθογραφίες με τις μορφές των αγωνιστών του 1821 και πατριωτικά φυλλάδια που έφταναν κρυφά από την Αθήνα.
Στα 17 του χρόνια ενοικιάζει υδρόμυλο και ιδρύει αλευρόμυλο και εκκοκιστήριο.
Το 1912 παντρεύεται την Αυστριακή Ιωάννα Γκεμπάουερ, σύντροφο της ζωής του για 60 χρόνια.
Οι επιχειρήσεις του πολλαπλασιάζονται με επιτυχία.
Το 1918 εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη. Αγοράζει το Πέρα Παλάς στην Κωνσταντινούπολη και το Σπόρτινγκ Κλαμπ στη Σμύρνη. Το 1919 σε ταξίδι του στην Αθήνα γνωρίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο Πρόδρομος Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1891 στον Πόρο της Νίγδης στην Καππαδοκία. Tο όνομα “Mποδοσάκης” με το οποίο έγινε γνωστός στη μετέπειτα ζωή του, αποτελεί παραφθορά του ονόματος “Πρόδρομος” στα Tουρκικά.
Τα παιδικά του χρόνια είναι δύσκολα. Σε ηλικία 7 ετών η οικογένειά του μετακομίζει στη Μερσίνα. Φοιτά στο Ελληνικό σχολείο και είναι ο πρώτος μαθητής. Μαθητής ακόμη ξεκινά την πρώτη του δουλειά, πουλώντας στους Έλληνες της Μερσίνας λιθογραφίες με τις μορφές των αγωνιστών του 1821 και πατριωτικά φυλλάδια που έφταναν κρυφά από την Αθήνα.
Στα 17 του χρόνια ενοικιάζει υδρόμυλο και ιδρύει αλευρόμυλο και εκκοκιστήριο.
Το 1912 παντρεύεται την Αυστριακή Ιωάννα Γκεμπάουερ, σύντροφο της ζωής του για 60 χρόνια.
Οι επιχειρήσεις του πολλαπλασιάζονται με επιτυχία.
Το 1918 εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη. Αγοράζει το Πέρα Παλάς στην Κωνσταντινούπολη και το Σπόρτινγκ Κλαμπ στη Σμύρνη. Το 1919 σε ταξίδι του στην Αθήνα γνωρίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
To Νοέμβριο του 1923 εγκαθίσταται στην Ελλάδα, όπως είχε υποσχεθεί στο Βενιζέλο σε συνάντησή τους στη Λωζάνη, και ξεκινάει την επιχειρηματική του δραστηριότητα.
Το 1934 αναλαμβάνει την ΠΥΡΚΑΛ. Η ζήτηση για πολεμικό υλικό είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Κάνει εξαγωγές με μεγάλα κέρδη μέχρι την έναρξη του πολέμου.
To 1935 εξαγοράζει την Ελληνική Εριουργία Α.Ε και στις αρχές του 1937 εγκαινιάζεται το οβιδουργείο στην ΠΥΡΚΑΛ.
To Νοέμβριο του 1923 εγκαθίσταται στην Ελλάδα, όπως είχε υποσχεθεί στο Βενιζέλο σε συνάντησή τους στη Λωζάνη, και ξεκινάει την επιχειρηματική του δραστηριότητα.
Το 1934 αναλαμβάνει την ΠΥΡΚΑΛ. Η ζήτηση για πολεμικό υλικό είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Κάνει εξαγωγές με μεγάλα κέρδη μέχρι την έναρξη του πολέμου.
To 1935 εξαγοράζει την Ελληνική Εριουργία Α.Ε και στις αρχές του 1937 εγκαινιάζεται το οβιδουργείο στην ΠΥΡΚΑΛ.
Η ιστορία της Εταιρίας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου & Καλυκοποιείου αρχίζει ήδη από το 1908, όταν η μικρή εταιρία όπλων και φυσιγγίων των Αδελφών Μαλτσινιώτη συγχωνεύθηκε με το Ελληνικό Πυριτιδοποιείο Χημικών & Βιομηχανικών Προϊόντων. Το 1924, η Ελληνική Κυβέρνηση δια της Εθνικής Τράπεζας επιχειρεί να επαναδραστηριοποιήσει την εταιρία με τη συμμετοχή σ’αυτήν της Εθνικής Τράπεζας, της Τράπεζας Βιομηχανίας και του Μποδοσάκη. Η προσπάθεια όμως αυτή αποτυγχάνει.
Τον Ιανουάριο του 1934, ο τότε Διοικητής της Εθνικής Δροσόπουλος κάλεσε τον Μποδοσάκη και του ζήτησε να αναλάβει την εταιρία. Μετά από σκληρή διαπραγμάτευση, η Εθνική συμφώνησε να του μεταβιβάσει την κυριότητα των μετοχών της στην ΠΥΡ-ΚΑΛ.
Από τη στιγμή που τα δύο μέρη κατέληξαν σε συμφωνία, ο Μποδοσάκης άρχισε την αναβίωση της ΠΥΡ-ΚΑΛ. Η πρώτη περίοδος λειτουργίας της μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε κερδοφόρα, δεδομένου ότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν αρχίσει τις πολεμικές προετοιμασίες, και η ζήτηση για πολεμικό υλικό ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Πολύ σημαντικές εξαγωγές πραγματοποιήθηκαν με αποδέκτη τη νόμιμη Κυβέρνηση της Ισπανίας, που είχε εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο.
Στην Ελλάδα όμως, η στάση των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν εχθρική προς τον Μποδοσάκη. Οι στρατιωτικού αμφισβητούσαν την ποιότητα των προϊόντων της ΠΥΡ-ΚΑΛ και συχνά προμηθευόντουσαν πυρομαχικά από το εξωτερικό, παρά την αναγνωρισμένη διεθνώς ποιότητα των προϊόντων της εταιρίας. Ο Μποδοσάκης όμως, δεν άφησε τη βιομηχανία να υπολειτουργεί. Συνέχισε την παραγωγή με εντατικούς ρυθμούς, δημιουργώντας υψηλά αποθέματα που αποδείχθηκαν σωτήρια όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, οπότε φάνηκε πόσο σωστή ήταν η πρωτοβουλία του.
Στις αρχές του 1941, όταν πλέον η γερμανική εισβολή ήταν προ των θυρών, ο Μποδοσάκης ζητούσε επίμονα από την Κυβέρνηση να φυγαδεύσει τον εξοπλισμό της ΠΥΡ-ΚΑΛ στη Μέση Ανατολή, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Η έγκριση δόθηκε όταν πια ήταν πολύ αργά… Οι κατακτητές, με την άφιξή τους στην Ελλάδα, έσπευσαν να απογυμνώσουν το εργοστάσιο και να μεταφέρουν τα πάντα στη Γερμανία…
Μεταπολεμικά, η λειτουργία της ΠΥΡ-ΚΑΛ ξανάρχισε το 1951 με την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Χάρη στις συνεχόμενες παραγγελίες του ΝΑΤΟ και την προτροπή του Παπάγου, ο Μποδοσάκης πραγματοποίησε μεγάλη επένδυση εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας, που ολοκληρώθηκε το 1954.
Ωστόσο, η μεταπολεμική περίοδος για την ΠΥΡ-ΚΑΛ δεν είχε την αναμενόμενη ευτυχή έκβαση. Ίσως, γιατί η χρήση πολεμικού υλικού μειώθηκε θεαματικά με το τέλος του πολέμου, αλλά και γιατί η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη, ήταν πλέον δέσμια του μεταπολεμικού κλίματος του Ψυχρού Πολέμου, οπότε και η πολεμική βιομηχανία της δεν είχε πλέον τη δυνατότητα ελεύθερων επιλογών όσον αφορά την αγορά και πώληση πολεμικού υλικού. Εξ άλλου, ο κρατικός παρεμβατισμός ήταν έντονος, γιατί το κράτος ανέκαθεν εκδήλωνε την πρόθεση να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του την πολεμική βιομηχανία της χώρας.
Τελικά, μετά από μια δύσκολη μεταπολεμική πορεία, η ΠΥΡ-ΚΑΛ κρατικοποιήθηκε το 1981.
Η ιστορία της Εταιρίας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου & Καλυκοποιείου αρχίζει ήδη από το 1908, όταν η μικρή εταιρία όπλων και φυσιγγίων των Αδελφών Μαλτσινιώτη συγχωνεύθηκε με το Ελληνικό Πυριτιδοποιείο Χημικών & Βιομηχανικών Προϊόντων. Το 1924, η Ελληνική Κυβέρνηση δια της Εθνικής Τράπεζας επιχειρεί να επαναδραστηριοποιήσει την εταιρία με τη συμμετοχή σ’αυτήν της Εθνικής Τράπεζας, της Τράπεζας Βιομηχανίας και του Μποδοσάκη. Η προσπάθεια όμως αυτή αποτυγχάνει.
Τον Ιανουάριο του 1934, ο τότε Διοικητής της Εθνικής Δροσόπουλος κάλεσε τον Μποδοσάκη και του ζήτησε να αναλάβει την εταιρία. Μετά από σκληρή διαπραγμάτευση, η Εθνική συμφώνησε να του μεταβιβάσει την κυριότητα των μετοχών της στην ΠΥΡ-ΚΑΛ.
Από τη στιγμή που τα δύο μέρη κατέληξαν σε συμφωνία, ο Μποδοσάκης άρχισε την αναβίωση της ΠΥΡ-ΚΑΛ. Η πρώτη περίοδος λειτουργίας της μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε κερδοφόρα, δεδομένου ότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν αρχίσει τις πολεμικές προετοιμασίες, και η ζήτηση για πολεμικό υλικό ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Πολύ σημαντικές εξαγωγές πραγματοποιήθηκαν με αποδέκτη τη νόμιμη Κυβέρνηση της Ισπανίας, που είχε εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο.
Στην Ελλάδα όμως, η στάση των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν εχθρική προς τον Μποδοσάκη. Οι στρατιωτικού αμφισβητούσαν την ποιότητα των προϊόντων της ΠΥΡ-ΚΑΛ και συχνά προμηθευόντουσαν πυρομαχικά από το εξωτερικό, παρά την αναγνωρισμένη διεθνώς ποιότητα των προϊόντων της εταιρίας. Ο Μποδοσάκης όμως, δεν άφησε τη βιομηχανία να υπολειτουργεί. Συνέχισε την παραγωγή με εντατικούς ρυθμούς, δημιουργώντας υψηλά αποθέματα που αποδείχθηκαν σωτήρια όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, οπότε φάνηκε πόσο σωστή ήταν η πρωτοβουλία του.
Στις αρχές του 1941, όταν πλέον η γερμανική εισβολή ήταν προ των θυρών, ο Μποδοσάκης ζητούσε επίμονα από την Κυβέρνηση να φυγαδεύσει τον εξοπλισμό της ΠΥΡ-ΚΑΛ στη Μέση Ανατολή, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Η έγκριση δόθηκε όταν πια ήταν πολύ αργά… Οι κατακτητές, με την άφιξή τους στην Ελλάδα, έσπευσαν να απογυμνώσουν το εργοστάσιο και να μεταφέρουν τα πάντα στη Γερμανία…
Μεταπολεμικά, η λειτουργία της ΠΥΡ-ΚΑΛ ξανάρχισε το 1951 με την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Χάρη στις συνεχόμενες παραγγελίες του ΝΑΤΟ και την προτροπή του Παπάγου, ο Μποδοσάκης πραγματοποίησε μεγάλη επένδυση εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας, που ολοκληρώθηκε το 1954.
Ωστόσο, η μεταπολεμική περίοδος για την ΠΥΡ-ΚΑΛ δεν είχε την αναμενόμενη ευτυχή έκβαση. Ίσως, γιατί η χρήση πολεμικού υλικού μειώθηκε θεαματικά με το τέλος του πολέμου, αλλά και γιατί η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη, ήταν πλέον δέσμια του μεταπολεμικού κλίματος του Ψυχρού Πολέμου, οπότε και η πολεμική βιομηχανία της δεν είχε πλέον τη δυνατότητα ελεύθερων επιλογών όσον αφορά την αγορά και πώληση πολεμικού υλικού. Εξ άλλου, ο κρατικός παρεμβατισμός ήταν έντονος, γιατί το κράτος ανέκαθεν εκδήλωνε την πρόθεση να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του την πολεμική βιομηχανία της χώρας.
Τελικά, μετά από μια δύσκολη μεταπολεμική πορεία, η ΠΥΡ-ΚΑΛ κρατικοποιήθηκε το 1981.
Η σημαντική αυτή βιομηχανία ιδρύθηκε το 1909 με εγκαταστάσεις στα Πατήσια.
Τα κυριότερα προϊόντα της αρχικά αποτελούσαν τα κλινοσκεπάσματα και οι στρατιωτικές στολές. Ήταν η εποχή των Βαλκανικών Πολέμων και κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του Ελληνικού Στρατού.
Το 1919 η εταιρία μετατράπηκε σε ανώνυμη «Ελληνική Εριουργία Α.Ε.» με κεφάλαιο 2.000.000 δραχμών.
Στην κρίση των ετών 1929 – 1931 η εταιρία δεν μπόρεσε να εξυπηρετήσει δάνεια που είχε πάρει από την Εθνική Τράπεζα και υποχρεώθηκε να της μεταβιβάσει το πακέτο των μετοχών της. Το 1935 η εταιρία ΠΥΡΚΑΛ, με εισήγηση του Μποδοσάκη, εξαγόρασε το 80% του πακέτου των μετοχών που κατείχε η Εθνική Τράπεζα. Μετά την εξαγορά της από τον Μποδοσάκη, η εταιρία λειτούργησε με ικανοποιητικές επιδόσεις και αναδεικνύεται σε μία από τις πιο σύγχρονες υφαντουργικές μονάδες της Βαλκανικής.
Η σημαντική αυτή βιομηχανία ιδρύθηκε το 1909 με εγκαταστάσεις στα Πατήσια.
Τα κυριότερα προϊόντα της αρχικά αποτελούσαν τα κλινοσκεπάσματα και οι στρατιωτικές στολές. Ήταν η εποχή των Βαλκανικών Πολέμων και κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του Ελληνικού Στρατού.
Το 1919 η εταιρία μετατράπηκε σε ανώνυμη «Ελληνική Εριουργία Α.Ε.» με κεφάλαιο 2.000.000 δραχμών.
Στην κρίση των ετών 1929 – 1931 η εταιρία δεν μπόρεσε να εξυπηρετήσει δάνεια που είχε πάρει από την Εθνική Τράπεζα και υποχρεώθηκε να της μεταβιβάσει το πακέτο των μετοχών της. Το 1935 η εταιρία ΠΥΡΚΑΛ, με εισήγηση του Μποδοσάκη, εξαγόρασε το 80% του πακέτου των μετοχών που κατείχε η Εθνική Τράπεζα. Μετά την εξαγορά της από τον Μποδοσάκη, η εταιρία λειτούργησε με ικανοποιητικές επιδόσεις και αναδεικνύεται σε μία από τις πιο σύγχρονες υφαντουργικές μονάδες της Βαλκανικής.
Με την έναρξη της μεταπολεμικής περιόδου, ο Μποδοσάκης αποφάσισε να επεκτείνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε νέους τομείς. Την κατάλληλη ευκαιρία του προσέφερε η Εταιρία Λιπασμάτων, μετέπειτα ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ (Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λ.). Η Εταιρία αυτή, που είχε ιδρυθεί το 1909, βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση λόγω κακής διαχείρισης.
Ο Μποδοσάκης διέγνωσε τις καλές προοπτικές της και αγόρασε από τους κληρονόμους των ιδρυτών το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Εταιρίας τον Οκτώβριο του 1946.
Επιδόθηκε με ζήλο στην ταχύρρυθμη εξυγίανση και ανάπτυξη της Εταιρίας, η οποία εκείνη την εποχή διέθετε μονάδα παραγωγής υπερφωσφορικών λιπασμάτων στη Δραπετσώνα και τα μεταλλεία σιδηροπυρίτη στη Χαλκιδική, που τροφοδοτούσαν το εργοστάσιο λιπασμάτων με πρώτη ύλη. Είχε επίσης στην ιδιοκτησία της μεταλλεία χαλκού στην Κύπρο.
Όσον αφορά στα μεταλλεία χαλκού της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λ. στην Κύπρο, ο Μποδοσάκης ίδρυσε νέα Εταιρία, προκειμένου να γίνεται η διαχείριση επί τόπου, γιατί είχε διαπιστωθεί ότι, από την Αθήνα η παρακολούθηση των εργασιών ήταν ανεπιτυχής.
Το 1953, ο Όμιλος των Επιχειρήσεων Μποδοσάκη στην Κύπρο, προσέφερε απασχόληση σε 3.000 Κύπριους. Το 1960 ο Μποδοσάκης δώρησε στην Κυπριακή Κυβέρνηση το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων στην Κύπρο προκειμένου να αξιοποιηθούν υπέρ του κυπριακού λαού.
Η δεκαετία του 1950 ήταν η περίοδος μεγάλης ακμής για την Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λ., η οποία τότε διέθετε τρεις βιομηχανικούς κλάδους με πληθώρα προϊόντων, τα οποία πωλούσε τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Η Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λ. διέθετε επίσης ανά την Ελλάδα μεταλλεία σιδηροπυρίτη, μολύβδου, ψευδαργύρου, λιγνίτη και χρωμίου.
Με την έναρξη της μεταπολεμικής περιόδου, ο Μποδοσάκης αποφάσισε να επεκτείνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε νέους τομείς. Την κατάλληλη ευκαιρία του προσέφερε η Εταιρία Λιπασμάτων, μετέπειτα ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ (Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λ.). Η Εταιρία αυτή, που είχε ιδρυθεί το 1909, βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση λόγω κακής διαχείρισης.
Ο Μποδοσάκης διέγνωσε τις καλές προοπτικές της και αγόρασε από τους κληρονόμους των ιδρυτών το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Εταιρίας τον Οκτώβριο του 1946.
Επιδόθηκε με ζήλο στην ταχύρρυθμη εξυγίανση και ανάπτυξη της Εταιρίας, η οποία εκείνη την εποχή διέθετε μονάδα παραγωγής υπερφωσφορικών λιπασμάτων στη Δραπετσώνα και τα μεταλλεία σιδηροπυρίτη στη Χαλκιδική, που τροφοδοτούσαν το εργοστάσιο λιπασμάτων με πρώτη ύλη. Είχε επίσης στην ιδιοκτησία της μεταλλεία χαλκού στην Κύπρο.
Όσον αφορά στα μεταλλεία χαλκού της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λ. στην Κύπρο, ο Μποδοσάκης ίδρυσε νέα Εταιρία, προκειμένου να γίνεται η διαχείριση επί τόπου, γιατί είχε διαπιστωθεί ότι, από την Αθήνα η παρακολούθηση των εργασιών ήταν ανεπιτυχής.
Το 1953, ο Όμιλος των Επιχειρήσεων Μποδοσάκη στην Κύπρο, προσέφερε απασχόληση σε 3.000 Κύπριους. Το 1960 ο Μποδοσάκης δώρησε στην Κυπριακή Κυβέρνηση το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων στην Κύπρο προκειμένου να αξιοποιηθούν υπέρ του κυπριακού λαού.
Η δεκαετία του 1950 ήταν η περίοδος μεγάλης ακμής για την Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λ., η οποία τότε διέθετε τρεις βιομηχανικούς κλάδους με πληθώρα προϊόντων, τα οποία πωλούσε τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Η Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λ. διέθετε επίσης ανά την Ελλάδα μεταλλεία σιδηροπυρίτη, μολύβδου, ψευδαργύρου, λιγνίτη και χρωμίου.
Η Οινοπνευματοποιία ΚΕΟ ιδρύθηκε το 1906 και εξαγοράστηκε το 1947 από τον Μποδοσάκη. Η εταιρία με τη νέα επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΙΝΩΝ & ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΝ (ΒΟΤΡΥΣ) προχώρησε άμεσα σε πλήρη αναδιοργάνωση, ανανέωση του εξοπλισμού της και προσθήκη μονάδος ζυθοποιίας, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν το 1951.
Στα εργοστάσιά της στην Αθήνα και στην Ελευσίνα η εταιρία διαθέτει τμήματα οινοπνευματοποιίας, οινοποιίας, ποτοποιίας, αποσταγμάτων και ζύθου.
Οι εξαγωγές της σε οίνους, ποτά και αποστάγματα σε χώρες της Δ. Ευρώπης και Β. Αμερικής στην περίοδο 1974 – 1979 έφθασαν τα 12.000.000$ περίπου.
Η Οινοπνευματοποιία ΚΕΟ ιδρύθηκε το 1906 και εξαγοράστηκε το 1947 από τον Μποδοσάκη. Η εταιρία με τη νέα επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΙΝΩΝ & ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΝ (ΒΟΤΡΥΣ) προχώρησε άμεσα σε πλήρη αναδιοργάνωση, ανανέωση του εξοπλισμού της και προσθήκη μονάδος ζυθοποιίας, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν το 1951.
Στα εργοστάσιά της στην Αθήνα και στην Ελευσίνα η εταιρία διαθέτει τμήματα οινοπνευματοποιίας, οινοποιίας, ποτοποιίας, αποσταγμάτων και ζύθου.
Οι εξαγωγές της σε οίνους, ποτά και αποστάγματα σε χώρες της Δ. Ευρώπης και Β. Αμερικής στην περίοδο 1974 – 1979 έφθασαν τα 12.000.000$ περίπου.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε και ένα έργο μεγάλης πνοής που ξεκίνησε ο Μποδοσάκης το 1955, αλλά δεν ευτύχησε να απολαύσει τους καρπούς των μόχθων του. Η πρωτοβουλία του όμως αυτή δίνει το μέτρο της επιχειρηματικής φαντασίας του Μποδοσάκη. Πρόκειται για το έργο αξιοποίησης της λιγνιτοφόρου περιοχής Πτολεμαΐδας, με παράλληλη δημιουργία Μονάδας Ηλεκτροπαραγωγής και άλλων βιομηχανιών, που θα χρησιμοποιούσαν τον λιγνίτη σαν πρώτη ύλη (π.χ. αζωτούχα λιπάσματα).
Ο Μποδοσάκης δημιούργησε για το σκοπό αυτό την ΛΙΠΤΟΛ (Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδας) και ξεκίνησε τη μεγάλη προσπάθεια. Την ημέρα των εγκαινίων το 1957, ο Μποδοσάκης στην ομιλία του τονίζει «Το έργο αυτό αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της μελλοντικής εξέλιξης της οικονομίας της χώρας».
Δυστυχώς, με διάφορες μεθοδεύσεις, τα επόμενα χρόνια εξαναγκάστηκε να εκχωρήσει τα δικαιώματα του στο Ελληνικό Δημόσιο και τελικά στη ΔΕΗ. Με δικαιολογημένη πικρία, ο Μποδοσάκης γράφει: Αυτό είναι το έργο που χωρίς τη δική μου αποκλειστικά πρωτοβουλία, το δικό μου μόχθο, τις δικές μου γνωριμίες και τις δικές μου δαπάνες, δεν θα είχε γίνει ποτέ.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε και ένα έργο μεγάλης πνοής που ξεκίνησε ο Μποδοσάκης το 1955, αλλά δεν ευτύχησε να απολαύσει τους καρπούς των μόχθων του. Η πρωτοβουλία του όμως αυτή δίνει το μέτρο της επιχειρηματικής φαντασίας του Μποδοσάκη. Πρόκειται για το έργο αξιοποίησης της λιγνιτοφόρου περιοχής Πτολεμαΐδας, με παράλληλη δημιουργία Μονάδας Ηλεκτροπαραγωγής και άλλων βιομηχανιών, που θα χρησιμοποιούσαν τον λιγνίτη σαν πρώτη ύλη (π.χ. αζωτούχα λιπάσματα).
Ο Μποδοσάκης δημιούργησε για το σκοπό αυτό την ΛΙΠΤΟΛ (Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδας) και ξεκίνησε τη μεγάλη προσπάθεια. Την ημέρα των εγκαινίων το 1957, ο Μποδοσάκης στην ομιλία του τονίζει «Το έργο αυτό αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της μελλοντικής εξέλιξης της οικονομίας της χώρας».
Δυστυχώς, με διάφορες μεθοδεύσεις, τα επόμενα χρόνια εξαναγκάστηκε να εκχωρήσει τα δικαιώματα του στο Ελληνικό Δημόσιο και τελικά στη ΔΕΗ. Με δικαιολογημένη πικρία, ο Μποδοσάκης γράφει: Αυτό είναι το έργο που χωρίς τη δική μου αποκλειστικά πρωτοβουλία, το δικό μου μόχθο, τις δικές μου γνωριμίες και τις δικές μου δαπάνες, δεν θα είχε γίνει ποτέ.
Η εταιρία Χ.Β.Β.Ε. ιδρύθηκε το 1962 με συμμετοχή της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και του Γαλλικού συγκροτήματος Rhône-Poulenc. Το 1966 ξεκίνησε η λειτουργία του εργοστασίου της εταιρίας στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, το οποίο παρήγε οξέα, λιπάσματα και προωθητικά αέρια (για συσκευασίες αεροζόλ και για ψυκτικές εγκαταστάσεις).
Από την έναρξη παραγωγής του εργοστασίου ξεκίνησαν και εξαγωγές κυρίως οξέων και προωθητικών αερίων και μικρών ποσοτήτων λιπασμάτων, δεδομένου ότι ο μεγάλος όγκος παραγωγής κάλυπτε εγχώριες ανάγκες. Στην εξαετία 1974 – 1979 οι εξαγωγές της εταιρίας ξεπέρασαν τα 60.000.000$.
Η εταιρία Χ.Β.Β.Ε. ιδρύθηκε το 1962 με συμμετοχή της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και του Γαλλικού συγκροτήματος Rhône-Poulenc. Το 1966 ξεκίνησε η λειτουργία του εργοστασίου της εταιρίας στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, το οποίο παρήγε οξέα, λιπάσματα και προωθητικά αέρια (για συσκευασίες αεροζόλ και για ψυκτικές εγκαταστάσεις).
Από την έναρξη παραγωγής του εργοστασίου ξεκίνησαν και εξαγωγές κυρίως οξέων και προωθητικών αερίων και μικρών ποσοτήτων λιπασμάτων, δεδομένου ότι ο μεγάλος όγκος παραγωγής κάλυπτε εγχώριες ανάγκες. Στην εξαετία 1974 – 1979 οι εξαγωγές της εταιρίας ξεπέρασαν τα 60.000.000$.
Στις 16 Ιουλίου 1952 το Ελληνικό Δημόσιο υπογράφει σύμβαση με την Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων με την οποία της εκμισθώνει για περίοδο 36 ετών τα δικαιώματα μεταλλειοκτησίας νικελιούχων σιδηρομεταλλευμάτων των Μεταλλείων της περιοχής Λαρύμνης.
Τα πρώτα δέκα χρόνια λειτουργίας των Μεταλλείων Λαρύμνης, η έρευνα και η ανάπτυξη των κοιτασμάτων υπήρξε πολύ ικανοποιητική και πέραν από τις συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρίας. Το αντίθετο συνέβη με τη μεταλλουργική επεξεργασία των μεταλλευμάτων για την παραγωγή του Νικελίου, γιατί η αρχικά εφαρμοσθείσα μέθοδος Krupp-Renn για παραγωγή μεταλλικού σιδηρονικελίου με 5% Νικέλιο, παρά τις προσπάθειες, απέτυχε και εγκαταλείφθηκε αφού όμως είχε δημιουργήσει ζημιές πάνω από 25 εκ. δολλάρια.
Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις για πώληση των Μεταλλείων στην Καναδική εταιρία Νικελίου INCO, που διεκόπησαν οριστικά τον Ιούνιο 1961. Σχεδόν αμέσως μετά «εμφανίστηκε» το Γαλλικό ενδιαφέρον με την εταιρία LE NICKEL. Στις 31 Ιουλίου 1961 υπεγράφη πρωτόκολλο για σύσταση νέας εταιρίας με συμμετοχή της LE NICKEL κατά 21,5% και συμφωνήθηκε η επωνυμία ΛΑΡΚΟ (ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΑΡΥΜΝΗΣ).
Η συμμετοχή των Γάλλων στη ΛΑΡΚΟ διήρκεσε μέχρι το 1968, οπότε και απεχώρησαν. Στο διάστημα αυτό, όμως, ο Μποδοσάκης πέτυχε τη μεταφορά τεχνογνωσίας στη Μεταλλουργία Λαρύμνης.
Η ΛΑΡΚΟ βρήκε έτσι το δρόμο της, η παραγωγή Νικελίου από 109 τόνους το 1966 ξεπέρασε τους 2.300 το 1967 και με συνεχή άνοδο έφθασε τους 16.500 το 1976 που είναι και το record ετήσιας παραγωγής για όλη την περίοδο λειτουργίας πριν την μεγάλη επένδυση 1977 – 1978 για αύξηση του δυναμικού της. Δικαιώθηκε έτσι ο Μποδοσάκης για την πίστη και τους αγώνες που έδωσε για την επιτυχία του εγχειρήματος της Λάρυμνας.
Στις 16 Ιουλίου 1952 το Ελληνικό Δημόσιο υπογράφει σύμβαση με την Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων με την οποία της εκμισθώνει για περίοδο 36 ετών τα δικαιώματα μεταλλειοκτησίας νικελιούχων σιδηρομεταλλευμάτων των Μεταλλείων της περιοχής Λαρύμνης.
Τα πρώτα δέκα χρόνια λειτουργίας των Μεταλλείων Λαρύμνης, η έρευνα και η ανάπτυξη των κοιτασμάτων υπήρξε πολύ ικανοποιητική και πέραν από τις συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρίας. Το αντίθετο συνέβη με τη μεταλλουργική επεξεργασία των μεταλλευμάτων για την παραγωγή του Νικελίου, γιατί η αρχικά εφαρμοσθείσα μέθοδος Krupp-Renn για παραγωγή μεταλλικού σιδηρονικελίου με 5% Νικέλιο, παρά τις προσπάθειες, απέτυχε και εγκαταλείφθηκε αφού όμως είχε δημιουργήσει ζημιές πάνω από 25 εκ. δολλάρια.
Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις για πώληση των Μεταλλείων στην Καναδική εταιρία Νικελίου INCO, που διεκόπησαν οριστικά τον Ιούνιο 1961. Σχεδόν αμέσως μετά «εμφανίστηκε» το Γαλλικό ενδιαφέρον με την εταιρία LE NICKEL. Στις 31 Ιουλίου 1961 υπεγράφη πρωτόκολλο για σύσταση νέας εταιρίας με συμμετοχή της LE NICKEL κατά 21,5% και συμφωνήθηκε η επωνυμία ΛΑΡΚΟ (ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΑΡΥΜΝΗΣ).
Η συμμετοχή των Γάλλων στη ΛΑΡΚΟ διήρκεσε μέχρι το 1968, οπότε και απεχώρησαν. Στο διάστημα αυτό, όμως, ο Μποδοσάκης πέτυχε τη μεταφορά τεχνογνωσίας στη Μεταλλουργία Λαρύμνης.
Η ΛΑΡΚΟ βρήκε έτσι το δρόμο της, η παραγωγή Νικελίου από 109 τόνους το 1966 ξεπέρασε τους 2.300 το 1967 και με συνεχή άνοδο έφθασε τους 16.500 το 1976 που είναι και το record ετήσιας παραγωγής για όλη την περίοδο λειτουργίας πριν την μεγάλη επένδυση 1977 – 1978 για αύξηση του δυναμικού της. Δικαιώθηκε έτσι ο Μποδοσάκης για την πίστη και τους αγώνες που έδωσε για την επιτυχία του εγχειρήματος της Λάρυμνας.
Με πρωτοβουλία του Μποδοσάκη, περί το 1970, δημιουργήθηκε η εταιρεία «Ελληνικά Υαλουργεία Ελευσίνος – OWENS A.E.».
Στην εταιρία συμμετείχαν οι εταιρίες του Μποδοσάκη με ποσοστό 65% (ΛΑΡΚΟ 32,5%, ΑΕΕΧΠ&Λ 25,5& και ΠΥΡΚΑΛ 7%), η ΕΤΕΒΑ με ποσοστό 10% και η OWENS ILLINOIS S.A. με το υπόλοιπο 25%. Το Δεκέμβριο του 1972 ξεκίνησε η παραγωγή.
Το εργοστάσιο παρήγε φιάλες κατάλληλες για συσκευασία ποτών, αναψυκτικών, φαρμακευτικών και άλλων προϊόντων, παρήγε επίσης ποτήρια και άλλα επιτραπέζια είδη. Η ημερήσια παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου ήταν 240 τόνοι.
Σημαντικό μέρος (15 – 20%) της παραγωγής εξαγόταν κυρίως στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Οι εξαγωγές από 280.000$ το 1974 έφθασαν τα 1.400.000$ το 1979 και 3.000.000$ το 1980.
Με πρωτοβουλία του Μποδοσάκη, περί το 1970, δημιουργήθηκε η εταιρεία «Ελληνικά Υαλουργεία Ελευσίνος – OWENS A.E.».
Στην εταιρία συμμετείχαν οι εταιρίες του Μποδοσάκη με ποσοστό 65% (ΛΑΡΚΟ 32,5%, ΑΕΕΧΠ&Λ 25,5& και ΠΥΡΚΑΛ 7%), η ΕΤΕΒΑ με ποσοστό 10% και η OWENS ILLINOIS S.A. με το υπόλοιπο 25%. Το Δεκέμβριο του 1972 ξεκίνησε η παραγωγή.
Το εργοστάσιο παρήγε φιάλες κατάλληλες για συσκευασία ποτών, αναψυκτικών, φαρμακευτικών και άλλων προϊόντων, παρήγε επίσης ποτήρια και άλλα επιτραπέζια είδη. Η ημερήσια παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου ήταν 240 τόνοι.
Σημαντικό μέρος (15 – 20%) της παραγωγής εξαγόταν κυρίως στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Οι εξαγωγές από 280.000$ το 1974 έφθασαν τα 1.400.000$ το 1979 και 3.000.000$ το 1980.
Μετά το θάνατό του, στις 18 Ιανουαρίου 1979, έκλεισε ο κύκλος μιας πολύπλευρης παραγωγικής ζωής. Αλλά τα έργα ευποιίας που αθόρυβα είχε επιτελέσει σε όλη τη μακρά ζωή του συνεχίζονται μέχρι σήμερα, χάρη στο Ίδρυμα Μποδοσάκη, το τελευταίο και πιο σημαντικό «παιδί» του, όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος χαμογελώντας.
Ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης, συνέχισε επάξια την εθνική παράδοση των μεγάλων Ευεργετών του Γένους, γι’ αυτό και δίκαια η σύγχρονη ιστορία τον κατέταξε μεταξύ αυτών.
Το μυστικό της επιτυχίας του Μποδοσάκη ήταν η αγάπη του για τη δημιουργία και όχι για το χρήμα. Το γεγονός ότι, όντας ακόμη εν ζωή, κληροδότησε στο Ίδρυμα Μποδοσάκη όλη του την περιουσία, σήμαινε ότι είχε θέσει ως σκοπό της ζωής του τη δημιουργία και τη συμπαράσταση στην Πολιτεία και στο συνάνθρωπο.
Μετά το θάνατό του, στις 18 Ιανουαρίου 1979, έκλεισε ο κύκλος μιας πολύπλευρης παραγωγικής ζωής. Αλλά τα έργα ευποιίας που αθόρυβα είχε επιτελέσει σε όλη τη μακρά ζωή του συνεχίζονται μέχρι σήμερα, χάρη στο Ίδρυμα Μποδοσάκη, το τελευταίο και πιο σημαντικό «παιδί» του, όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος χαμογελώντας.
Ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης, συνέχισε επάξια την εθνική παράδοση των μεγάλων Ευεργετών του Γένους, γι’ αυτό και δίκαια η σύγχρονη ιστορία τον κατέταξε μεταξύ αυτών.
Το μυστικό της επιτυχίας του Μποδοσάκη ήταν η αγάπη του για τη δημιουργία και όχι για το χρήμα. Το γεγονός ότι, όντας ακόμη εν ζωή, κληροδότησε στο Ίδρυμα Μποδοσάκη όλη του την περιουσία, σήμαινε ότι είχε θέσει ως σκοπό της ζωής του τη δημιουργία και τη συμπαράσταση στην Πολιτεία και στο συνάνθρωπο.